- ἁλιευτής
- ἁλιεύς, ἁλιευτής, Seemann; Fischer; Seefrosch; ein Fisch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἁλιευτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιευτής — ο (Α ἁλιευτὴς) [ἁλιεύω] αλιεύς, ψαράς … Dictionary of Greek
ἁλιευταῖς — ἁλιευτής masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευταί — ἁλιευτής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτῇ — ἁλιευτής masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτῶν — ἁλιευτής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτάς — ἁλιευτά̱ς , ἁλιευτής masc acc pl ἁλιευτά̱ς , ἁλιευτής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεύω — (Α ἁλιεύω) 1. είμαι αλιέας, ψαρεύω 2. πιάνω ο, τιδήποτε βρίσκεται μέσα στα νερά, στη θάλασσα νεοελλ. 1. αναζητώ πυρετωδώς, επιδιώκω, περισυλλέγω 2. φρ. «αλιεύει οπαδούς», «αλίευσε μαργαρίτες», δηλαδή χτυπητά ορθογραφικά λάθη, παρερμηνείες αρχ. 1 … Dictionary of Greek
κυρτευτής — κυρτευτής, ὁ (Α) κυρτεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυρτεύω ή, αναλογικά, κατά το ἁλιευτής] … Dictionary of Greek
ՁԿՆՈՐՍ — (ի, աց.) NBH 2 0159 Chronological Sequence: Early classical գ. ἀλιεύς, ἀλιευτής piscator, marinator. Որսորդ ձկանց. ձկնահան. ձկնախոյզ. ... տե՛ս Յոբ. ՟Խ. 26: Ես. ՟Ժ՟Թ. 8: Երեմ. ՟Ժ՟Զ. 16: Մտթ.: Մրկ. եւ այլն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)